- Κριμαία
- (διεθν. Crimea, ουκραν. Crym). Χερσόνησος στη Μαύρη θάλασσα και αυτόνομη δημοκρατία (26.100 τ. χλμ., 2.033.700 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας. Πρωτεύουσά της είναι η Συμφερούπολη (Simferopol, 343.000 κάτ. το 2001). Η Κ. ενώνεται προς Β με την ξηρά μέσω του στενού ισθμού του Περεκόπ και βρέχεται Δ, Ν και ΝΑ από τη Μαύρη θάλασσα, ενώ ΒΑ από την Αζοφική. Η τελευταία ενώνεται με τη Μαύρη θάλασσα με το στενό του Κερτς, το οποίο χωρίζει την Κ. από τα όρη του Καυκάσου στα Α. Πεδινή στο βόρειο τμήμα της, διασχίζεται στα Ν από την αλυσίδα των Ορέων της Κ., η οποία, παρά το μέτριο ύψος της (ψηλότερη κορυφή είναι το Ρόμαν Κος, 1.545 μ.), αποτελεί σημαντικό κλιματικό φράγμα, που προστατεύει τις νότιες ακτές της χερσονήσου από τους βόρειους ανέμους.
Στην περιοχή παράγονται κεράσια, ροδάκινα, σύκα, βερίκοκα, μήλα και αχλάδια, καθώς επίσης καπνός, σιτηρά, κριθάρι, καλαμπόκι, λινάρι και αμύγδαλα. Επίσης, αρκετά ανεπτυγμένη είναι και η κτηνοτροφία βοοειδών και προβάτων, τα οποία εκτρέφονται στις πλαγιές των βουνών. Η Κ. διαθέτει ορυκτά κοιτάσματα άλατος και φωσφορικού σιδηρομεταλλεύματος (πλούσια κοιτάσματα του τελευταίου βρίσκονται κοντά στο Κερτς). Άλλες σημαντικές βιομηχανίες είναι η ναυπηγική, η αλιεία και η παραγωγή λιπασμάτων, χημικών, προϊόντων καπνού, δερμάτινων ειδών και μετάλλων.
Η ηπιότητα του μεσογειακού κλίματος της Κ. (μέση χειμερινή θερμοκρασία στη Γιάλτα 4°C και μέση θερινή 23°C), έχει συντελέσει στην ανάπτυξη του τουρισμού των λουτροπόλεων και των παραθεριστικών κέντρων της περιοχής, όπως είναι η Γιάλτα (βλ. λ.), η Αλούπκα και η Φεοντόσιγια. Σημαντικά εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα είναι, εξάλλου, το Κερτς (Kerch, 157.000 κάτ. το 2001), πάνω στον ομώνυμο πορθμό, η Σεβαστούπολη (Sevastopol, 341.000 κάτ. το 2001, βλ. λ.), η οποία είναι επίσης πολεμικός ναύσταθμος, και η πρωτεύουσα της Κ., που αποτελεί σημαντικό σιδηροδρομικό κόμβο. Ο πληθυσμός της απαρτίζεται κυρίως από Ρώσους, Ουκρανούς και Τατάρους, ενώ στην περιοχή ζουν επίσης αρκετοί Έλληνες και Βούλγαροι.
Ιστορία. Κατά την αρχαιότητα η Κ. ήταν γνωστή ως Ταυρική χερσόνησος, από την ονομασία μιας φυλής, των Ταυριανών, που ήταν απόγονοι των Κιμμερίων. Μεταξύ 7ου και στον 5ου αι. π.Χ. οι Έλληνες της Μιλήτου αποίκισαν την περιοχή, ιδρύοντας πολλές πόλεις και κωμοπόλεις. Αυτές ενώθηκαν το 438 π.Χ. και συγκρότησαν το βασίλειο του Κιμμερίου Βοσπόρου. Το 114 π.Χ. το βασίλειο αυτό τέθηκε υπό την προστασία του Μιθριδάτη ΣΤ’ του Ευπάτορα, βασιλιά του Πόντου, προκειμένου να προστατευθεί από τις σκυθικές φυλές. Επί περίπου τρεις αιώνες, μετά την ήττα του Μιθριδάτη από τους Ρωμαίους, η Κ. βρισκόταν υπό την –κατ’ όνομα και μόνο– επικυριαρχία της Ρώμης. Το βασίλειο κατελήφθη από τους Γότθους το 250 μ.Χ. Ακολούθησαν οι επιτυχημένες επιδρομές των Χάνων, των Χαζάρων, των Βυζαντινών και των Γενοβέζων, για μια περίοδο σχεδόν χιλίων ετών. Το 1475 η χερσόνησος κυριεύτηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι, με τη συνεργασία των Τατάρων που έλεγχαν τμήμα της περιοχής, διατήρησαν την κατοχή της Κ. έως το 1777. Ως αποτέλεσμα της νίκης των Ρώσων επί των Τούρκων εκείνο το έτος, η Κ. αποτέλεσε το 1783 τμήμα της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Από το 1854 έως το 1856 η χερσόνησος υπήρξε θέατρο του Κριμαϊκού πολέμου (βλ. λ.), ενώ κατά την περίοδο 1917-20, μετά τη Ρωσική επανάσταση, έγινε προπύργιο των λευκών αντεπαναστατικών στρατιών. Το 1921 ανακηρύχθηκε αυτόνομη δημοκρατία των Τατάρων της Κ., εντός της ΕΣΣΔ. Το 1941 εισέβαλαν στην Κ. τα γερμανικά στρατεύματα. Οι Γερμανοί κατέλαβαν εξ ολοκλήρου τη δημοκρατία μετά την πτώση της Σεβαστούπολης, τον Ιούλιο του 1942, και διατήρησαν την κατοχή έως την άνοιξη του 1944. Η Κ. υποβιβάστηκε από αυτόνομη δημοκρατία σε επαρχία το 1945, λόγω της εκτεταμένης συνεργασίας της με τον εχθρό κατά τη διάρκεια της κατάληψης από τους Τατάρους της Κ., οι οποίοι έπαψαν να υφίστανται επισήμως ως έθνος από τον Σοβιετικό ηγέτη Ιωσήφ Στάλιν και απελάθηκαν ομαδικά στην κεντρική Ασία. Η Κ. από το 1954 ενσωματώθηκε στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το κοινοβούλιο της Κ. διακήρυξε την ανεξαρτησία της. Όμως, έναν μήνα μετά, τον Μάιο του 1992, το ίδιο κοινοβούλιο ακύρωσε τη διακήρυξη. Λίγο αργότερα το Ανώτατο Ρωσικό Σοβιέτ έκρινε αντισυνταγματική την παραχώρηση της Κ. στην Ουκρανία (πράξη του 1954) και θεώρησε το θέμα ανοικτό προς διαπραγμάτευση, ενώ το κοινοβούλιο της Ουκρανίας την ίδια περίοδο χορήγησε ευρεία αυτονομία στην Κ. Ωστόσο, δεν αποφεύχθηκαν οι συγκρούσεις μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών εθνικιστών που συνεχίστηκαν για αρκετά χρόνια.
Τον Ιανουάριο του 1994 διεξήχθησαν οι πρώτες εκλογές για την προεδρία της Κ. Πέντε από τους έξι υποψηφίους για την προεδρία υποστήριξαν δημόσια την επανένωση της Κ. με τη Ρωσία, ανάμεσα στους οποίους και ο νικητής των εκλογών Γιούρι Μεσκόφ. Εκείνος διόρισε ως πρωθυπουργό έναν Ρώσο, τον Εβγκένι Σαμπούροφ. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ο Μεσκόφ απέλυσε πολλούς Ουκρανούς υπουργούς και διέταξε την απομάκρυνση του τοπικού διευθυντή της ουκρανικής τηλεόρασης, ενώ έδωσε διαταγή η ώρα να μεταφερθεί δύο ώρες μπροστά, ώστε η ώρα της Κ. να συμπίπτει με αυτήν της Μόσχας. Επίσης, ζήτησε να γίνει δημοψήφισμα όσον αφορά το καθεστώς της Κ. Οι Ουκρανοί αξιωματούχοι δήλωσαν πως ο Μεσκόφ είχε υπερβεί την εξουσία του και υποσχέθηκαν να απαγορεύσουν το προτεινόμενο δημοψήφισμα. Αντ’ αυτού, διεξήχθη σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης. Οι κάτοικοι της Κ., που συμμετείχαν στη σφυγμομέτρηση σε ποσοστό μεγαλύτερο από 70%, ενέκριναν μεγαλύτερη αυτονομία από την Ουκρανία και το δικαίωμα της διπλής (ρωσικής και ουκρανικής) υπηκοότητας. Τον Μάιο του 1994 το κοινοβούλιο της Κ. ψήφισε την αναθεώρηση του συντάγματος, το οποίο υιοθετήθηκε τον Μάιο του 1992, αλλά ακυρώθηκε.
Άποψη χαρακτηριστικού παραθαλάσσιου τοπίου στη χερσόνησο της Κριμαίας.
Μερική άποψη του ναυστάθμου της Σεβαστούπολης στη χερσόνησο της Κριμαίας (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.